εννεάμερα

εννεάμερα
τα
τα εννιάμερα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννιάμερα — και νιάμερα και νιάημερα και εννεάμερα, τα (Μ ἐννιάμερα και ἐννεήμερα και νεάμερα και νιάμερα) 1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από τον θάνατο 2. φρ. «τα εννιάμερα τής Παναγίας» η απόδοση* τής γιορτής τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”